Υπνωτισμός Ενα ταξίδι στο Υποσυνείδητο
Από την αρχαιότητα είναι γνωστή η επιβολή στο ανθρώπινο σώμα, αλλά και η ύπαρξη επίσης θαυματοποιών στα πιο πρόσφατα, που θεράπευαν ασθενείς με την ψηλάφηση των μαγνητικών κέντρων του σώματός τους, ενώ τους κοίταζαν έντονα στα μάτια.
Η ύπνωση δεν είναι ύπνος ή απώλεια της συνείδησης αλλά μια κατάσταση επιλεκτικής συγκέντρωσης της προσοχής κατά την οποία ο νούς απομακρύνεται ή αποσπά την προσοχή του από τα ερεθίσματα του εξωτερικού περιβάλλοντος.
Ο όρος ύπνωση (ή ύπνωσις - hypnosis στα αγγλικά) προέρχεται από την ελληνική λέξη..ύπνος και φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1841 από τον 'Αγγλο οφθαλμίατρο Τζέιμς Μπρέιντ στην προσπάθειά του, μετά από σχετικά πειράματα, να περιγράψει την κατάσταση του «τεχνητού ύπνου» που τότε πίστευαν πως μεταδίδεται από τον υπνωτιστή στον υπνωτιζόμενο.
Σήμερα όλοι γνωρίζουν πως, υπνωτισμός είναι μια επιστήμη που αφορά την επιβολή στο άτομο χρησιμοποιώντας λεκτική επιρροή, υπνωτιστικές ικανότητες και τη βοήθεια ενός αντικειμένου που βοηθά στη χαλάρωση και κατ' επέκταση στην ύπνωση του ασθενούς.
Το αντικείμενο μπορεί να είναι ένα εκκρεμές ή το λεγόμενο μάτι που αποτελείται από μια σειρά κύκλων που μοιάζουν να γυρίζουν αιχμαλωτίζοντας το βλέμμα. Αντικατέστησε το έντονο βλέμμα του υπνωτιστή, τον προσωπικό μαγνητισμό του, την «υπερφυσική δύναμή του»,που του επέφερε τεράστια φήμη και αμέτρητους οπαδούς ,μια και σήμερα η ύπνωση μπορεί να διδαχθεί στον καθένα έστω κι αν δεν έχει το έμφυτο χάρισμα του μαγνητισμού.
Ο Αυστριακός Σίγκμουντ Φρόιντ χρησιμοποιούσε την ύπνωση σε ασθενείς με ψυχικά κυρίως νοσήματα , βοηθώντας τους να φτάσουν στα πιο βαθιά επίπεδα της ύπαρξής τους ,αντιμετωπίζοντας πρόσωπο με πρόσωπο αυτά που τους βασάνιζαν και έτσι οδηγώντας τους στη θεραπεία.
Τι συμβαίνει όμως σε ένα υπνωτισμένο άτομο; Μοιάζει να κοιμάται, όμως έχει πλήρη συνείδηση απέναντι στον υπνωτιστή του και υπακούει μόνο σ' αυτόν. Ταυτόχρονα όμως είναι αποστασιοποιημένο από τον κόσμο και είναι σε θέση να εξερευνήσει τον εαυτό του. Διατηρεί και τις συνειδητές και τις ασυνείδητες πνευματικές του δραστηριότητες, αλλά ξεχωριστά τις μεν από τις δε. Λειτουργεί με τη λογική, απλώς αισθάνεται ότι παρακολουθεί από μακριά όσα βιώνει. Με την ύπνωση γίνεται κανείς πιο δυνατός μια και επιβάλλεται στον εαυτό του, ανακουφίζεται από τον πόνο, αντιμετωπίζει εθισμούς και εμμονέςμια και μπορούμε να φτάσουμε στο υποσυνείδητο και να χτυπήσουμε το πρόβλημα στη ρίζα του-αλλά και ψυχοσωματικές ασθένειες. Ένας έμπειρος υπνωτιστής μιλώντας στο βαθύτερο επίπεδο της ύπαρξης του ατόμου μπορεί βρει, αλλά και να βοηθήσει να ξεπεράσει και να αντιμετωπίσει τα ψυχικά του τραύματα το άτομο,αρκεί να μην του επιβάλλει πράγματα που είναι αντίθετα με τις αρχές του. Μπορεί να του επιβάλει πράγματα που θα πρέπει να κάνει όταν ξυπνήσει και που αφορούν κακές συνήθειες( π. χ να σταματήσει το κάπνισμα, το αλκοόλ, κ. λ. π)
Όλοι μπορούμε να υπνωτιστούμε κάποιοι είναι πιο δεκτικοί, άλλοι λιγότερο, αρκεί να είμαστε σε κατάσταση ηρεμίας , καθισμένοι άνετα και αναπαυτικά , έτοιμοι για ένα ταξίδι στα μονοπάτια του ασυνείδητού μας, εκεί όπου όλα καταγράφονται μόνιμα, , προκειμένου να αναλύσουμε αυτά που θα δούμε, για να γίνουμε καλύτεροι και ευτυχέστεροι. Για να έχει επιτυχία όμως το ταξίδι πρέπει να βρούμε τον κατάλληλο οδηγό- υπνωτιστή, που θα μας οδηγήσει από τα ασφαλέστερα μονοπάτια και θα μας φέρει πίσω σώους και αβλαβείς, γιατί και η επιστροφή θέλει την κατάλληλη τεχνική για να μην κινδυνέψουμε να πέσουμε σε μόνιμη ύπνωση. Η πραγματική διδασκαλία του υπνωτισμού όπως αυτή μετεξελίχθηκε έως τις μέρες μας, βασίστηκε στην θεωρία του «ζωϊκού μαγνητισμού» του ιατρού Μέσμερ (1733-1815).
Ο Μέσμερ αναγνώρισε το αρχαίο θεραπευτικό φαινόμενο της ύπνωσης και το ενσωμάτωσε στην θεωρία του «ζωϊκού μαγνητισμού». Πίστευε σε ένα «κοσμικό υγρό» το οποίο μπορούσε να αποθηκεύεται σε άψυχα αντικείμενα όπως οι μαγνήτες και να μεταφέρεται στους ασθενείς για να τους θεαραπεύσει. Εγκατέλειψε την χρήση των μαγνητών, όταν άρχισε να θεωρεί τον εαυτό του σαν μαγνήτη, μέσα από τον οποίο μπορούσε να διοχετευσεί την «ρευστή ζωτική δύναμη» προς τους ασθενείς του. Με τις πολύκροτες θεραπευτικές επιτυχίες του, χιλιάδες άρρωστοι συνέρρεαν στο κέντρο θεραπείας του. Επειδή δημιούργησε πολλούς εχθρούς στον κόσμο του ιατρικού κατεστημένου, εκδιώχθηκε από την Βιέννη και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Εκεί βρήκε πολλούς φίλους και ενθουσιώδεις οπαδούς, μεταξύ αυτών η Μαρία Αντουανέτα, ο Μότσαρτ κλπ.
Το 1784 με διαταγή του βασιλιά ανατέθηκε στην Γαλλική Ακαδημία Επιστημών να εξετάσει τις διδασκαλίες του Μέσμερ (Μεσμερισμό). Η επιτροπή απέρριψε τη «Θεωρία του Ζωϊκού Μαγνητισμού» και την δυσφήμισε σαν αντιεπιστημονική. Ο Μέσμερ αναγκάστηκε να φύγει και από το Παρίσι πηγαίνοντας διαδοχικά στο Βέλγιο, Αγγλία, Ιταλία, Γερμανία όπου και πέθανε.
Οι μαθητές και οπαδοί του εξακολούθησαν με μεγάλο ζήλο την Μεσμερική μέθοδο, αναγκάζοντας την Ιατρική Ακαδημία το 1825, σε επανεξέταση της μεθόδου του. Η έκθεση της καινούργιας επιτροπής που υποβλήθηκε το 1831, όχι μόνο αναγνώρισε την ύπαρξη του ζωϊκού μαγνητισμού, αλλά και την μεγάλη θεραπευτική του δύναμη. Βασιλικοί οίκοι όπως της Βαυαρίας, Δανίας, και Ρωσίας, διέταξαν τους γιατρούς της χώρας τους να ασχοληθούν με την θεωριτική και πρακτική εξέταση της διδασκαλίας του Μέσμερ. Αναμφίβολα ο Μέσμερ, μέσα από την επιστημονική εξέταση της ύπνωσης, κατάφερε να γίνει προάγγελος της υπνωτιστικής υποβολής και πρόδρομος της σύγχρονης ψυχοθεραπείας.
Ο Μαρκήσιος Πουισεγκύρ (1784) μαθητής του Μέσμερ, διατύπωσε τον όρο «υπνοβασία». Ανακάλυψε ότι, με τις μαγνητικές πάσες μπορεί να επέλθει όμοια κατάσταση με τον ύπνο. Σε αυτή την κατάσταση, ο ασθενής παρουσίαζε αυξημένη ερεθιστικότητα των αισθήσεων και των νεύρων και μπορούσε να επικοινωνεί, να έχει πνευματική διαύγεια καθώς επίσης να ανταποκρίνεται στις υποβολές του υπνωτιστή. Ο Μαρκήσιος είχε ανακαλύψει την ύπνωση, αλλά δεν την είχε ακόμα προσδιορίσει ως ύπνωση.
Ο Αββάς Φαρία (1755-1819) έχοντας μελετήσει υπνωτιστικά φαινόμενα στις Ινδίες, συμπέρανε πως δεν χρειαζόταν η χρήση του ζωϊκού μαγνητισμού για την προξένηση του υπνωτιστικού ύπνου όπως πίστευε ο Μέσμερ, ορίζοντας σαν καθοριστικό παράγοντα την «υποβολή». Χαρακτήριζε δε, τον υπνωτιστή «συγκεντρωτή» και τον υπνωτιζόμενο «συγκεντρωμένο». Την πρώτη επιστημονική εξήγηση για τον μεσμερισμό, μας την έδωσε ο Άγγλος γιατρός Μπραίηντ (1795-1860), όταν διατύπωσε πως η ύπνωση είναι ένα ψυχολογικό φαινόμενο. Σαν αρχικά υποκείμενα πειράματος, χρησιμοποίησε την γυναίκα, ένα φίλο του και τον υπηρέτη του, καταφέρνοντας να τους προκαλέσει υπνωτιστικό ύπνο. Τον τεχνιτό αυτό ύπνο τον ονόμασε «υπνωτισμό» από την ελληνική λέξη «ύπνος». Στην συνέχεια απέδειξε ότι οι υπνωτισμένοι άνθρωποι είναι συχνά αφύσικα ευαίσθητοι σε επιδράσεις στις αισθήσεις τους και ότι ένα μεγάλο μέρος της συμπεριφοράς τους οφείλεται στις λεκτικές υποβολές που τους γίνονταν. Ο γιατρός ερευνητής Λιεμπό (1823-1904), υπέβαλε σε δοκιμή τα πειράματα του Μπραίηντ επικυρώνοντάς τα. Έριξε φώς στην σκοτεινή πορεία της ύπνωσης, διδάσκοντας ότι ο ύπνος και η ύπνωση είναι στην ουσία όμοια φαινόμενα, άρα η ύπνωση είναι ένα ιδιαίτερο είδος ύπνου, το οποίο προκαλείται μέσω της υποβολής.
Ο καθηγητής Μπερνχάιμ (1843-1917) από το Πανεπιστήμιο του Νανσύ, ασχολήθηκε εντατικά με την θεωρία του Λιεμπό για πολλά χρόνια. Στο βιβλίο του «περί της υποβολής και της εφαρμογής της» εξηγεί όλα σχεδόν τα φαινόμενα της ύπνωσης. Μαζί με τον Λιεμπό ίδρυσαν την περίφημη «Σχολή του Νανσύ» και από εκεί ξεκίνησε η «επιστημονική εφαρμογή της ύπνωσης». Απασχολήθηκε κυρίως με τα πρακτικά και θεραπευτικά αποτελέσματα της υποβολής και απέδειξε ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να υπνωτιστούν και όχι μόνο οι υστερικοί όπως ισχυριζόταν ο Σαρκό. Μαζί με τον Λιεμπό ήταν οι πρώτοι που αποδέχτηκαν την ύπνωση σαν ένα φυσιολογικό φαινόμενο. Ένας από τους μαθητές της Σχολής του Νανσύ ήταν και ο ιδρυτής της ψυχανάλησης «Σίγμουντ Φρόϋντ».
Εκεί εργάσθηκαν διάσημοι γιατροί της εποχής όπως, ο Φορέλ, Εμίλ Κουέ, Σ. Μπωντουέν κλπ. Ο Ζαν Μαρτέν Σαρκό (1825-1893), αρχίατρος του σανατόριου «Λα Σαλπετριέρ», καθηγητής παθολογικής ανατομίας και διεθνούς φήμης νευρολόγος, ερμήνευσε την ύπνωση σαν μια νοσηρή κατάσταση υστερίας παρόμοια με την υστερο-επιληψία. Την ταξινόμησε σαν μια αφύσικη νευρολογική δραστηριότητα, η οποία μπορούσε να προκληθεί τεχνητά σε άτομα με την κατάλληλη νευρολογική διάθεση (ψυχικά ασθενείς). Η αντίθεσή του στη Σχολή του Νανσύ οφειλόταν στο γεγονός ότι εκεί πειραματίζοταν με φυσιολογικά άτομα, ενώ οι ασθενείς του Σαρκό ήταν ψυχικά άρρωστοι.
Ίδρυσε την «Παρισινή Σχολή». Συμπέρανε πως η ύπνωση είναι μια «τεχνιτή υστερία» και διατύπωσε την αναμφισβήτητη γνώμη πως: «η πίστη θεραπεύει». Ο Εμίλ Κουέ Γάλλος φαρμακοποιός (1857-1926) ανέπτυξε την θεωρία της «αυθυποβολής», αναγνωρίζοντας ότι η ύπνωση είναι βασικά «αυτοϋπνωση». Εισήγαγε μια ψυχοθεραπευτική μέθοδο που χαρακτηριζόταν από την συχνή επανάληψη της πρότασης: “Κάθε μέρα και από κάθε άποψη πάω καλύτερα και όλο καλύτερα» ΄Ελεγε: «Μάθετε να θεραπεύεσθε μόνοι σας. Μπορείτε. Εγώ ο ίδιος δεν θεράπευσα ποτέ κανέναν.
Η δυνατότητα βρίσκετε μέσα σας. Επικαλεσθείτε τη βοήθεια του πνεύματός σας, αφήστε το να εξυπηρετήσει το σωματικό και ψυχικό σας σύνολο. Θα έρθει, θα σας θεραπεύσει και θα γίνετε γεροί και ευτυχισμένοι». Ο Γάλλος ερευνητής ψυχολόγος Πιέρ Ζανέ (1886-1889), διατύπωσε πως η ύπνωση οφείλεται σε έναι είδος «ψυχολογικής αποσύνδεσης» κατά την οποία μια ομάδα ψυχολογικών διεργασιών (ιδεών, συναισθημάτων, πράξεων) διαχωρίζεται από τον κύριο κορμό της προσωπικότητας και αποκτά αυτόνομη ύπαρξη. Περιέγραψε τον παθογόνο ρόλο του ξεχασμένου παρελθόντος στο βιβλίο του «ψυχολογικός αυτοματτισμός» και διαπίστωσε πως η τραυματική ενθύμηση δεν μπορεί να επαναληφθεί κατά την εγρήγορση, παρά μονάχα αν ο άρρωστος τοποθετηθεί σε κατάσταση υπνοβασίας.
Υπηρεσία στην ύπνωση πρόσφερε και ο ερευνητής Ι. Παυλώφ (1849-1936). Από τα πειράματά του με τα ζώα, έριξε φως στις ψυχοσωματικές λειτουργίες και απέδειξε ότι η ύπνωση και η υποβολή είναι τελείως φυσιολογικές λειτουργίες της ζωής, απελευθερώνοντας οριστικά την ύπνωση από το μυστήριο που την περιέβαλε. Συμπέρανε ότι: «Κάθε διαρκές ή συστηματικά επεναλαμβανόμενο ερέθισμα που φθάνει μέσω ανάλογων δρόμων σε ένα ορισμένο μέρος του φλοιού του εγκεφάλου, οδηγεί αργά ή γρήγορα σε μια αναγκαστική νύστα κι ύστερα σε ύπνο, δηλαδή ύπνωση. Με την διάκριση που έκανε ανάμεσα στα έμφυτα «απόλυτα ανακλαστικά» και τα «υπό όρους ανακλαστικά» που αποκτώνται στην διάρκεια της ζωής, έγινε δυνατόν να ερευνηθούν πειραματικά πεδία του ανθρώπινου υποσυνειδήτου και κυρίως οι αυτοματοποιημένοι μηχανισμοί της ανώτερης και ανώτατης νευρικής λειτουργίας.
Ο Σίγκμουντ Φρόυντ (1856-1939), διδάχθηκε τις υπνωτιστικές εφαρμογές στην κλινική των Λιεμπό και Μπέρνχαιμ. Παρατηρώντας τους ασθενείς να εισέρχονται σε κατάσταση ύπνωσης, άρχισε να αναγνωρίζει την ύπαρξη του υποσυνειδήτου. Δεν ήταν ο πρώτος που έκανε αυτή την παρατήρηση, ήταν όμως ο πρώτος που αναγνώρισε ότι το υποσυνείδητο είναι μια σημαντική πηγή της ψυχοποθολογίας. Εγκατέλειψε την ύπνωση γιατί σύμφωνα με τα λεγόμενά του θεωρούσε την ύπνωση «το ίδιο δύσκολη με τις άλλες ιατρικές μεθόδους» και τον εαυτό του ανεπαρκή ως προς την χρήση της.
Η «ψυχανάλυση» προήλθε από τον «υπνωτισμό», περνώντας από τους ενδιάμεσους σταθμούς της «κάθαρσης» και της «υποβολής». Προκειμένου να ξεκλειδώνει τις απωθημένες αναμνήσεις, ο Φρόυντ επέλεξε τις τεχνικές του ελεύθερου συνειρμού και της ερμηνείας των ονείρων. Με την άνοδο της ψυχανάλυσης στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, η ύπνωση έχασε την αίγλη της και έπαψε να είναι τόσο δημοφιλής. Χρησιμοποιήθηκε και πάλι με εκπληκτικά αποτελέσματα, στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο σε άτομα που υπέφεραν από νευρώσεις οι οποίες είχαν προκληθεί από τις εμπειρίες τους στις μάχες. Ο John Watkins όπως και άλλοι θεραπευτές, έκαναν χρήση της υπνωτικής αναδρομής στο τραυματικό γεγονός, μέσω της αναβίωσης καθώς και εκτόνωσης των απωθημένων συναισθημάτων που αυτές περιείχαν.
Στις αρχές της 10ετίας του 1950, υπήρξε αντιστροφή του κλίματος και η ύπνωση βίωσε μια αναγέννηση, καθώς επιστήμονες-ερευνητές ανακάλυψαν καινούργιες και ισχυρές εφαρμογές της στην ψυχοθεραπεία. (Gindes, Lindner, Mason κλπ) Ο γιατρός Hadfield ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «υποανάλυση», δηλαδή τον συνδιασμό την ύπνωσης με την ψυχαναλυτική θεραπεία. Αυτός όμως που συστηματικά προώθησε την υποανάλυση, ήταν ο επιστήμονας Lewis R. Wolberg.
Ο ψυχίατρος Milton Erickson, έχει χαρακτηρισθεί σαν ο σπουδαιότερος υπνοθεραπευτής όλων των εποχών. Έφερε επανάσταση στον τρόπο που χρησιμοποιούνταν η ύπνωση στην θεραπεία αλλά και οι ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις γενικά. Έθεσε διαχρονικά τις βάσεις της σύγχρονης υπνοθεραπείας, δίνοντάς της επιστημονική-κλινική αξιοπιστία και αποκαθιστώντας την ως μια ανεξάρτητη θεραπευτική προσέγγιση. Πίστευε στην ενεργοποίηση των εσωτερικών δυνατοτήτων «αυτοθεραπείας» του ασθενή, οι οποίες εντοπίζονται στο υποσυνείδητο ή ασυνείδητο τμήμα του νού του και στην ικανότητά του ανθρώπου να εντοπίζει, κατανοεί, αναπλαισιώνει και να επανατοποθετεί το όποιο προβλημά του, δεδομένου ότι οι δυνατότητες, ικανότητες και γνώσεις υπάρχουν ήδη μέσα του.
Ακόμη και σήμερα χρησιμοποιούνται οι μέθοδοι και τεχνικές του, πάνω στις οι οποίες έχουν αναπτυχθεί το στρατηγικό μοντέλο θεραπείας του Jay Haley, το αλληλεπιδραστικό μοντέλο MRI, ο νευρολογικός προγραμματισμός NLP, και ένας αριθμός νεότερων θεραπευτικών προσεγγίσεων όπως του Lankton και Gilligan. Η συμβολή του Milton Erickson υπήρξε τόσο καθοριστική για την κλινική ύπνωση, ώστε στις 23 Απριλίου του 1955, ο Βρετανικός Ιατρικός Σύλλογος την ενέταξε επίσημα στις αποδεκτές ιατρικές μεθόδους και συνέστησε σε όλους τους γιατρούς και τους φοιτητές ιατρικής, να εκπαιδεύονται στις βασικές αρχές και τεχνικές της. Το 1958 ακολούθησε και ο Αμερικανικός Ιατρικός Σύλλογος ο οποίος επίσης ενέκρινε τις ιατρικές εφαρμογές της ύπνωσης και ενθάρρυνε την έρευνα για την περαιτέρω ανάπτυξή της.
Το 1960 ο Αμερικανικός Σύλλογος Ψυχολόγων δημιούργησε ένα ειδικό τμήμα ύπνωσης η οποία από τότε θεωρείται ως επίσημος τομέας της ψυχολογίας. Μέχρι σήμερα πολλοί είναι οι επιστήμονες που έχουν συμβάλλει καθοριστικά στην εξέλιξη της νέας εποχής της ύπνωσης. Ο Cheek και LeCron με την μέθοδο «ιδεοκινητικής επικοινωνίας» με το ασυνείδητο, ο Elman με τις «ταχείες τεχνικές ύπνωσης και υπνοθεραπείας» οι οποίες άνοιξαν τον δρόμο στις εφαρμογές της ύπνωσης στην ιατρική, ο Barnett με την «αναλυτική υπνοθεραπεία» κλπ. Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό η έρευνα των ψυχοβιολογικών βάσεων των διαφόρων φαινομένων της ύπνωσης, καθώς και των αλλαγών που συντελούνται μέσω των θεραπευτικών εφαρμογών της. Ο κυριότερος ερευνητής σ’ αυτό το τομέα είναι ο Ernest Rossi, μαθητής και ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Milton Erickson, με τον οποίο έγραψε αρκετά βιβλία και άλλες εργασίες.
Ο Rossi έγινε γνωστός στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με τις έρευνές του στον τρόπο με τον οποίο οι σκέψεις μας και τα συναισθήματά μας επιδρούν στην υγεία μας. Ο επιστημονικός αυτός κλάδος ονομάστηκε «Ψυχο-Νευρο-Ανοσολογία» και είναι ένα από τα πιο καυτά αντικείμενα έρευνας στην εποχή μας. Θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε τη σημαντική προσφορά του Michael Yapko κλινικός ψυχολόγος και Εριξονιακός υπνοθεραπευτής. Τα τελευταία τριάντα χρόνια ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με την ανάπτυξη ειδικών υπνοθεραπευτικών προσεγγίσεων για τη θεραπεία της κατάθλιψης.
Οι έρευνες και οι κλινικές εφαρμογές των μεθόδων του, έχουν συνεισφέρει σημαντικά στην καθιέρωση της ύπνωσης ως ένα από τα αποτελεσματικότερα θεραπευτικά εργαλεία που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας.
Έχει αναγνωρισθεί διεθνώς και είναι πρόεδρος του Milton Erickson Institute στις ΗΠΑ. hypnotherapy4u.gr
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Definitions of Hypnosis and Hypnotizability and Their Relation to Suggestion and Suggestibility Profs Dienes and Derbyshire’s paper looking at the relationship between hypnosis and meditation. The Contrasting Role of Higher Order Awareness in Hypnosis and Meditation BOOKS Oxford Handbook of Hypnosis A very comprehensive book on the latest research, and itsapplications to therapy Jay Haley: Jay Haley on Milton H. Erickson Erickson is to many the father of modern hypnotherapy. A delightful read about this seemingly extraordinary chap and his methods.